- σμιλάκινα
- σμιλάκινοςof theneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σμιλακίνα — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια λιλιίδες τής τάξης λιλιώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. smilacina (< σμῖλαξ, ίλακος)] … Dictionary of Greek